- Ἀθηναίης
- Ἀθήνηcasting votefem gen sg (epic ionic)Ἀθηναί̱ης , Ἀθηναῖοςfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παλληνεύς — Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, ίδος (Α) [Παλλήνη] 1. κάτοικος τής Παλλήνης, δήμου τής Αττικής 2. το θηλ. Παλληνίς επίθ. τής θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
ενιαύσιος — α, ο και ενιαύσιος, ο (AM ἐνιαύσιος, ία, ον και ἐνιαύσιος, ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, ία, ον) [ενιαυτός] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος (α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι εαυτήν», Παπαδ. γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο… … Dictionary of Greek
πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… … Dictionary of Greek
χρυσαιγίς — ίδος, και χρύσαιγις, αιγίδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) αυτή που έχει χρυσή ασπίδα («χρυσαιγίδος Ἀθηναίης εἰκών», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αἰγίς, ίδος] … Dictionary of Greek